σπανίου

σπανίου
σπάνιος
rare
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • άζωτο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ν. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει ατομικό αριθμό 7 και ατομικό βάρος 14,008. Οφείλει το όνομά του (α στερητικό + ζωή) στο ότι δεν συντελεί στην αναπνοή και συνεπώς δεν διατηρεί τη ζωή. Το… …   Dictionary of Greek

  • βιβλιοφιλία — Η αγάπη για το βιβλίο· λέξη που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά προς το τέλος του Μεσαίωνα, στην περίοδο δηλαδή της ακμής των κλασικών σπουδών. Ο Ρίτσαρντ ντε Μπέρι, Άγγλος βιβλιόφιλος που έζησε τον 14o αι. και πρόδρομος του ουμανισμού, ονόμασε… …   Dictionary of Greek

  • δρόγη — Γενικός όρος με τον οποίο υποδηλώνονται πολυάριθμες φυσικές ή τεχνητές ουσίες, με χαρακτηριστική φυσιολογική ή φαρμακολογική δράση και με διαφορετικά μεταξύ τους γνωρίσματα και χρήσεις. Ο όρος αυτός, που είναι πολύ παλαιάς προέλευσης (προέρχεται… …   Dictionary of Greek

  • λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία …   Dictionary of Greek

  • πάντα — Όνομα 2 θηλαστικών της οικογένειας των προκυονιδών ή προκυνιδών: του μικρού π. (ailurus fulgens) και του γίγαντα π. (ailuropoda melanoneuca). Ο πρώτος, εξαιτίας του σχήματος του κεφαλιού και του κορμού, μοιάζει λίγο με μεγάλη γάτα· έχει ύψος… …   Dictionary of Greek

  • πέταυρο — το / πέταυρον, ΝΜΑ, και πέτευρον ΜΑ λεπτή και ελαστική σανίδα πάνω στην οποία κάνουν τις ασκήσεις τους οι ακροβάτες, οι πεταυριστές νεοελλ. λεπτό σανίδι που χρησιμοποιείται για επένδυση μσν. αρχ. σανίδα πάνω στην οποία κοιμούνται οι κότες 2.… …   Dictionary of Greek

  • ραφαηλίτης — ο, Ν (ορυκτ.) ονομασία σπάνιου ορυκτού …   Dictionary of Greek

  • σοωδίνη — ἡ, Α (ως προσωνυμία τής Αρτέμιδος) αυτή που σώζει από τις ωδίνες τού τοκετού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σο τού σῶ, σπάνιου τ. τοῦ ρ. σαῶ «σώζω» + ὠδίνη «πόνος τού τοκετού»] …   Dictionary of Greek

  • σοωναύτης — ὁ, Α (για λιμένα) αυτός που σώζει τους ναύτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σο τού σῶ, σπάνιου τ. τού ρ. σαῶ «σώζω» + ναύτης] …   Dictionary of Greek

  • φουγγερίτης — ο, Ν (ορυκτ.) είδος σπάνιου ορυκτού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”